επιποιώ

επιποιώ
ἐπιποιῶ, -έω (AM) [ποιώ]
μσν.
(με εμπρόθ. δοτ. τόπου) ζω κάπου
αρχ.
1. κάνω ή προσθέτω κάτι επί πλέον
2. μέσ. ἐπιποιοῡμαι, -έομαι
κάνω κάτι για τον εαυτό μου, εκτελώ επί πλέον
3. προκαλώ, παράγω
4. επιγρ. επιβάλλω ποινή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιποίησις — ἐπιποίησις, ἡ (AM) [επιποιώ] 1. προσθήκη 2. διασκευή, συμπλήρωση, διαμόρφωση …   Dictionary of Greek

  • επιποίητος — ἐπιποίητος, ον (Α) [επιποιώ] πρόσθετος, επίπλαστος, προσποιητός («καὶ εἶδε θροῡν ἐκείνων, εἴτε τὸν ὄντα, εἴτε τὸν ἐπιποίητον», Συνέσ.). επίρρ... ἐπιποιήτως πρόσθετα, τεχνητά, ψεύτικα …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”